01-05-2023
Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Αλμυρού,
221 χρόνια από την πάνδημη κινητοποίηση των Αλμυριωτών Χριστιανών για την ανέγερση του παλαιού Ιερού Ναού (1802-2023)
Βρισκόμαστε στο έτος 1802. Ο Αλμυρός, κατά τον Ιρλανδό αρχαιολόγο Edward Dodwell, έμοιαζε «μισοεγκαταλελειμμένος», καθώς πρόσφατα είχε χτυπηθεί από επιδημίες, αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό του. Έχει χάσει την παλιά του αίγλη, που είχε αντικρίσει, στα 1688, ο Τούρκος περιηγητής, Ελβιγιά Τσελεμπή, όταν έγραφε για τα μεγαλόπρεπα δίπατα αρχοντικά του, τα όμορφα δημόσια κτίρια, τα τζαμιά, τα σχολεία, τους τεκέδες, τα λουτρά, τα χάνια και τα μαγαζιά του. Ανήκε στο σαντζάκι των Τρικάλων και ήταν έδρα Καδή, αλλά όχι Επισκόπου ακόμη. Έως το 1642 είναι γνωστός ως Αλαχόνιγια (Alahonya), έπειτα με την γνωστότερη ονομασία Ερμιγιέ (Ermiye ή Armiya), αλλά και Αρμιγιό (Armijo), Κρετζίνη ή Κριτζίνι.
Κατοικούνταν κυρίως από μουσουλμανικό πληθυσμό (10.000, κατά τον Ν. Γιαννόπουλο) και λίγους Έλληνες κολλήγους. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί είχαν εγκαταλείψει τον κάμπο και κατέφυγαν στα χωριά της Όθρυος, τη Βρύναινα, τους Κωφούς, τη Γούρα, τους Κοκκωτούς, τον (παλιό) Πλάτανο. Λίγο πριν την υπαγωγή του στην Ελλάδα, το 1881, διέθετε Στρατώνα – κάστρο με διοικητικές υπηρεσίες και στρατό, δέκα τζαμιά, τα πέντε με μιναρέ, χάνια και σχολεία.
Καθώς ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1740-1822) είχε αρχίσει να παραχωρεί κάποια προνόμια στους ρωμιούς υπηκόους του, σκέφτηκαν και οι χριστιανοί του Αλμυρού να ζητήσουν άδεια για να χτίσουν μια εκκλησία στον τόπο τους. Άλλωστε, ο πληθυσμός τους είχε αρχίσει να μπολιάζεται με εσωτερικούς μετανάστες, που έρχονταν λόγω καλύτερης φορολογίας, αλλά και με Βλάχους βοσκούς, που ξεχειμώνιαζαν εδώ με τα κοπάδια τους. Οι ντόπιοι Τούρκοι, όμως, ήταν εντελώς αντίθετοι και αντέδρασαν άγρια σε αυτήν την προοπτική.
Επίσκοπος της περιοχής, κατοικώντας στον (παλαιό) Πλάτανο, ήταν ο φλογερός Ιερόθεος εκ Κλεινοβού καταγόμενος, ο οποίος αργότερα έγινε Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ως Ιερόθεος Α΄ (1825-1846). Προκειμένου να βρεθεί μία λύση στο πρόβλημα, έγραψε αναφορά στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή στην Πόλη άκμαζε ηπειρωτική κοινότητα, θεωρήθηκε σωστό, μετά και από προσωπική του θέληση, να δοθούν στον ηπειρώτη παντοπώλη Γέρο-Δήμο τα χαρτιά για τη διεκπεραίωση της ιερής αποστολής.
Ο Γερο-Δήμος πήγε στην Πόλη, παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη και του έδωσε την αναφορά του Ιεροθέου. Εκείνος έκανε γραπτή έκκληση στην Υψηλή Πύλη, οι ηπειρώτες της Πόλης βοήθησαν επίσης και τελικά ο Σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι να κτιστεί η εκκλησία στον Αλμυρό!
Το σουλτανικό φιρμάνι, όμως, έκρυβε πολλά εμπόδια. Αν και επέτρεπε την ίδρυση χριστιανικού ναού, επέβαλε αυστηρούς όρους για τον τρόπο, τον τόπο και κυρίως τον χρόνο που αυτή θα πραγματοποιούνταν. Προέβλεπε λοιπόν ότι ο νέος Ιερός Ναός όφειλε να είναι εκτός οικιστικού πλαισίου, να είναι χαμηλότερος από όλα τα τουρκικά τζαμιά και κυρίως να έχει χτιστεί σε σαράντα ημέρες! Ως εγγύηση για την τήρηση των όρων, τρεις ντόπιοι δημογέροντες φυλακίσθηκαν στην αυλή του Αλή Πασσά. Ήταν οι Δημήτριος Βαλουξής, Κωνσταντίνος Λιάνος και Χρήστος Ντάγκρας.
Η έλευση του φιρμανιού στον Αλμυρό γέμισε χαρά και ενθουσιασμό τους χριστιανούς, μα θλίψη και αγανάκτηση τους μουσουλμάνους. Το μίσος τους το ικανοποίησαν κρεμώντας τον Γερο-Δήμο στην αγορά της πόλης.
Μετά τον πρώτο ενθουσιασμό των χριστιανών έρχεται ο φόβος της αποτυχίας του εγχειρήματος. Είναι όλοι τους φτωχοί «κολλήγοι και κεραντζήδες», λεφτά δεν υπάρχουν ούτε για τα υλικά… Τη λύση δίνει πάλι ο επίσκοπος Ιερόθεος, δανείζοντας χρήματα από την προσωπική του περιουσία. Όταν αργότερα τα ζήτησε πίσω και είδε ότι δεν είχαν να του τα επιστρέψουν, τα χάρισε, με δωρητήριο επιστολή, υπό τον όρο να αγοραστούν κτήματα και μύλοι και από τα έσοδά τους να πληρώνονται οι μισθοί των διδασκάλων του Ελληνικού Σχολείου και των Δημοτικών Σχολείων.
Έτσι, κανένα εμπόδιο δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει την πραγματοποίηση του πόθου των Αλμυριωτών! Άνδρες, γυναίκες και παιδιά βοήθησαν στην μεταφορά υλικών, οι αγωγιάτες έβαλαν τα μουλάρια τους και οι κολλήγοι σκάβαν τα θεμέλια! Κατά την παράδοση, «σαράντα μάστοροι έκτιζον την εκκλησία του Αγίου Νικολάου μεγάλην βασιλικήν θολωτήν και την ετελείωσαν μέσα εις 40 ημέρας!».
Πρωτομάστορας ορίστηκε ο Μαστρο-Δήμος από το Ζουπάνι της Ηπείρου, ο οποίος και αποφάσισε το πως και τι έπρεπε να χτιστεί ώστε να θεωρείται τελειωμένος ο Ναός σε σαράντα ημέρες. Κατά πάσα πιθανότητα η στέγη του ήταν αρχικά ξύλινη και γνωρίζουμε ότι η πλακόστρωση έγινε δέκα χρόνια μετά. Τα θεμέλια σκάφτηκαν σε βάθος 1,5 μέτρου και εξωτερικά υψώθηκε μόνο κατά 1,5 μέτρο. Αργότερα, αφαίρεσαν και άλλο χώμα, δίδοντας στον εσωτερικό χώρο μεγαλύτερο ύψος. Με τέτοιες έξυπνες λύσεις, κατάφεραν να τον παραδώσουν σε σαράντα ημέρες και έπειτα να τον τελειοποιούν εσωτερικά και εξωτερικά τα επόμενα χρόνια!
Στις 20 Μαΐου 1802 τελέστηκαν τα εγκαίνια του Ναού. Η ημερομηνία αυτή αποτέλεσε έκτοτε ημέρα γιορτής που θύμιζε την σχεδόν θαυματουργική ίδρυσή της πρώτης εκκλησίας της πόλης. Μάλιστα, στα 1902, στην εκατονταετηρίδα του Ναού ξεκίνησε και η οργάνωση των αθλητικών αγώνων «Κρόκια».
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου Αλμυρού ήταν το αποτέλεσμα του συλλογικού πόθου και της έμπρακτης προσφοράς όλων των αλμυριωτών χριστιανών της εποχής, Ιεραρχών, δημογερόντων, «κολλήγων και κεραντζήδων». Την πάνδημη αυτή προσφορά των προγόνων μας ας τιμήσουμε όλοι μας και φέτος, συμμετέχοντας στις εορταστικές εκδηλώσεις (19-20 Μαΐου), επ’ ευκαιρία της Ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Νικολάου. Χρόνια πολλά σε όλους!
Βασίλης Φρ. Μακρής
Ιστορικός
Msc Κοιν. Ανθρωπολογία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Κοντονάτσιος, Βίκτωρ Κων. (2005). Το χρονικό του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου του Αλμυρού. Αλμυρός: Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Αγίου Νικολάου Αλμυρού.
Κοντονάτσιος, Βίκτωρ Κων. (2016). Η περιοχή του Αλμυρού στην Ιστορία. Αλμυρός.
Μακρής, Βασίλειος Φρ. (2018). Η οθωμανική πόλη, το παράδειγμα του Αλμυρού. Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τελική εργασία στο μεταπτυχιακό σεμινάριο: Αστικά τοπία: δομές, αντιλήψεις, μετασχηματισμοί.
Παλιούγκας Θ. (2001). Η Θεσσαλία στο οδοιπορικό του Ελβιγιά Τσελεμπί, Λάρισα: Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Λάρισας 2001, σ.51, όπως αναφέρεται στο Κοντονάτσιος Βικ., Η περιοχή του Αλμυρού στην Ιστορία, Αλμυρός 2016, σ. 363.
Πετρωνότης, Αργ. (1997). Οθωμανικά αρχιτεκτονήματα θεσσαλικού Αλμυρού, στο: Κοντονάτσιος Βικ.(επιμ.), Αχαιοφθιωτικά Β΄: Πρακτικά του Β΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, τ. Β΄, Αλμυρός (1997), σσ.23-124, σ. 30-36.
Στάϊκος, Κ. Σ. (2014). Ο ελληνικός κόσμος μέσα από το βλέμμα των περιηγητών (15ος-20ός αιώνας): Ανθολόγιο από τη συλλογή του Δημητρίου Κοντομηνά: Κατάλογος Έκθεσης, Μουσείο Μπενάκη, 8 Φεβρουαρίου 2005-6 Μαρτίου 2005.
Στουρνάρας Γρ., Ο Αλμυρός και η ευρύτερη περιοχή του στον 19ο αιώνα: χριστιανικές και μουσουλμανικές κοινότητες, στο: Κοντονάτσιος Βικ. (επιμ.), Αχαιοφθιωτικά Δ΄: Πρακτικά του Δ΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, τ. Α΄, Αλμυρός 2015, σσ. 157-162, σ. 158.
ΙΕΡΟΘΕΟΣ O Α΄
Ο φλογερός Επίσκοπος Αλμυρού
και μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας
Στις 20 Μαΐου 2023, συμπληρώθηκαν 221 χρόνια από την κτίση του πρώτου Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου Αλμυρού, ο οποίος γκρεμίσθηκε το 1980 με τον μεγάλο σεισμό τα ξημερώματα της 9ης Ιουλίου που ισοπέδωσε ολόκληρη σχεδόν την πόλη του Αλμυρού.
Ο παλαιός Ναός του Αγίου Νικολάου κτίσθηκε το 1802, μέσα στα μαύρα χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς, τότε που στον Αλμυρό ζούσαν λίγοι Έλληνες Χριστιανοί, και οι περισσότεροι ήταν τούρκοι μουσουλμάνοι. Αυτοί οι Έλληνες, οι ραγιάδες, δούλευαν ως δούλοι στα κτήματα των Τούρκων, υπό σκληρές συνθήκες. Είχαν χάσει τα πάντα! Εκτός από ένα: την πίστη τους! Την οποία διατηρούσαν κρυφά, βαθειά μέσα τους για 500 σχεδόν χρόνια. Οι συνθήκες ζωής στον εύφορο κάμπο του Αλμυρού ήταν πολύ δυσκολότερες από ότι στα ορεινά και ημιορεινά του. Μέσα στον Αλμυρό υπήρχαν πολλά – 10 - τζαμιά, τα αλλά δεν υπήρχε καμία χριστιανική εκκλησία, έτσι, οι Χριστιανοί, ήσαν αναγκασμένοι να τελούν τα στοιχειώδη θρησκευτικά τους καθήκοντα, γάμους, βαπτίσεις κλπ., στα γειτονικά χωριά, όπου υπήρχαν εκκλησίες, όπως για παράδειγμα στον Πλάτανο, τον Παλαιό Πλάτανο.
Η πληρέστερη ιστορία του ναού ανάγεται πολύ πριν από την γνωστή μας κτίση του 1802. Υπήρχε στην πόλη μας, πριν ακόμη από την Τουρκοκρατία, στον ίδιο χώρο, ναός αφιερωμένος στον ίδιο άγιο, τον Άγιο Νικόλαο, από τα Βυζαντινά χρόνια, από το 1100 περίπου μ. Χ. Εδώ βρισκόταν και το Κοιμητήριο του Αλμυρού.
Όταν οι Τούρκοι κυρίευσαν την περιοχή του Αλμυρού, γκρέμισαν όλους τοὺς χριστιανικούς ναούς, και μαζί με αυτούς γκρέμισαν φυσικά καὶ τον ναό αυτόν του Αγίου Νικολάου. Σεβάστηκαν όμως τοὺς νεκρούς καὶ τα μνήματά τους καὶ έτσι διατηρήθηκε ο χώρος μόνον ως Κοιμητήριο. Οι Αλμυριώτες εξακολούθησαν νὰ θάβουν εκεί τοὺς νεκρούς τους καὶ κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Κατά την εποχή της κτίσεως του ναού η πόλη του Αλμυρού εκτεινόταν προς ανατολάς μέχρι τον μύλο του Δ. Λιάνου, δηλαδή την σημερινή οδό Βασιλέως Παύλου μεταξύ Δασαρχείου και οικίας Δούκα.
Η ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού διέθετε Επισκοπή, όπως μαρτυρείται από την επιγραφή πάνω σε μία ορθογώνια λευκή πλάκα, η οποία υπήρχε δεξιά της κεντρικής εισόδου του Ναού. Εκεί αναγραφόταν πως η παρούσα εκκλησία κτίσθηκε «αρχιερατεύοντος του θεοφιλεστάτου επισκόπου κυρίου Ιεροθέου».
Διέθετε μεν ο Αλμυρός επισκοπή αλλά οι επίσκοποι διέμεναν στους Κωφούς. Μόνον ο Ιερόθεος, όταν τοποθετήθηκε ως Επίσκοπος Ζητουνίου (Λαμίας) και Αλμυρού, επέλεξε να μένει στον Πλάτανο, που ήταν το μεγαλύτερο χριστιανικό κεφαλοχώρι της επαρχίας. Η έδρα της επισκοπής όμως ήταν στον Αλμυρό.
Πολλές πληροφορίες για την ζωή του Ιεροθέου πριν γίνει επίσκοπος Αλμυρού και Ζητουνίου δεν γνωρίζουμε. Ο Ιερόθεος γεννήθηκε κάπου μετά το 1750 στο χωριό Κλεινοβός ή Κλεινό των Τρικάλων,ένα χωριό που απέχει περί τα 35 χλμ. από την Καλαμπάκα και 45 χλμ. από τα Τρίκαλα. Υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Λαρίσης. Τον Δεκέμβριο του 1796 χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη Επίσκοπος Ζητουνίου και Αλμυρού (υπό την Μητρόπολη Λαρίσης).
Όταν πρωτοήλθε στον Αλμυρό ο Ιερόθεος, είδε με θλίψη του την έλλειψη χριστιανικού ναού. Και, το πρώτο του μέλημα ήταν να συνεργασθεί με τους προύχοντες του Αλμυρού για εξεύρεση λύσης. Ήταν αυτός, ο οποίος με επιμονή συνετέλεσε στη λήψη απόφασης για ανέγερση ναού. Ήταν αυτός που πρωτοστατούσε, παρακινώντας και ενθαρρύνοντας τους χριστιανούς να ξεκινήσουν τις προσπάθειες, αρχικά για την απόκτηση της αδείας από τον Σουλτάνο και τους τοπικούς τούρκους άρχοντες. Ο ίδιος έγραψε αναφορά στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και ζήτησε τη βοήθειά του, την μεσολάβησή του στην Υψηλή Πύλη, για να εκδώσει την πολυπόθητη έγκριση, το σουλτανικό φιρμάνι που θα επέτρεπε στους προγόνους μας να αποκτήσουν επιτέλους ναό.
Όταν, το 1778, μετά από μεγάλον αγώνα και θυσίες αίματος, κατάφεραν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια με τους γνωστούς αυστηρούς και σκληρούς όρους, να κτισθεί μέσα σε 40 ήμερες, ο Ιερόθεος ήταν αυτός που στη συνέχεια τους εμψύχωνε για να επισπεύσουν τις εργασίες οικοδόμησης, ώστε να προλάβουν την ορισθείσα προθεσμία. Ο ίδιος προσέφερε αρκετά δικά του χρήματα σε όσες ανάγκες ανέκυπταν, και ήταν πολλές, για να προχωρήσει το έργο. Και στο τέλος, για την ολοκλήρωση του Ναού, οι Αλμυριώτες δανείσθηκαν ένα μεγάλο ποσόν από τον επίσκοπό τους.
Ένας άλλος από τους όρους για να κτισθεί ο ναός, ήταν να κτισθεί έξω και μακριά από την πόλη για να μην βλέπουν οι κυρίαρχοι Τούρκοι τους χριστιανούς ραγιάδες να προσέρχονται στην εκκλησία τους. Ο χώρος του κοιμητηρίου ήταν ιδανικός, αφού υπήρχε εκεί οικόπεδο μεγάλο, υπήρχαν τα ερείπια του παλιού γκρεμισμένου ναού του Αγίου Νικολάου, και εξακολουθούσαν στη μνήμη του κόσμου να διατηρούνται ζωντανές οι προγονικές παραδόσεις. Συνδυάζοντας και εκτιμώντας όλους αυτούς τους λόγους επέλεξαν τον συγκεκριμένο χώρο αλλά και τον ίδιο Άγιο, τον Άγιο Νικόλαο, για να αφιερώσουν τον ναό.
Ο αδάμαστος στην ψυχή και θεοφιλής επίσκοπός Ιερόθεος, οξυδερκής και διορατικός όπως ήταν, δεν αρκέσθηκε στην ανέγερση ενός μικρού ναού ικανού να χωρέσει μόνον τους ολίγους τότε χριστιανούς. Αλλά, εμφορούμενος από τον ευσεβή εθνικό πόθο της απελευθέρωσης και αποβλέποντας σε έναν μελλοντικά αυξημένο ελληνικό, χριστιανικό πληθυσμό, επέμενε να σχεδιασθεί και να θεμελιωθεί ο ναός μεγάλος, ευρύχωρος, υψηλός και μεγαλοπρεπής. Αφού ως μοναδική εκκλησία θα ήταν και Επισκοπική. Έτσι έσκαψαν πιο βαθειά στο έδαφος για να αποκτήσει μεν το επιθυμητό ύψος, να μην φαίνεται όμως εξωτερικά και προκαλεί αντιδράσεις από τον τουρκικό λαό.
Και δικαιώθηκε αργότερα όταν, με την απελευθέρωση, αυξήθηκε ο πληθυσμός του Αλμυρού, αφού, όταν αναχώρησαν οι τούρκοι από την πόλη μας, πολλοί Έλληνες μετακινήθηκαν στον Αλμυρό από τα γύρω χωριά αλλά και από άλλες περιοχές της Ελλάδος, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και την παλιά, τη νότια Ελλάδα. Έτσι στον ευρύχωρο ναό του Αγίου Νικολάου θα μπορούσαν να εκκλησιάζονται όλοι αυτοί. Για πολλά χρόνια αργότερα, όταν κτίσθηκαν και οι άλλοι δύο ναοί στον Αλμυρό, ο ναός του Αγίου Νικολάου εξακολουθούσε να είναι ο ευρυχωρότερος όλων.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ανοικοδόμησης, των 40 ημερών, ο Ιερόθεος ήταν παρών, επέβλεπε, νουθετούσε και ενθάρρυνε τους κατοίκους, ώστε ο άθλος της αποπεράτωσης επετεύχθη: Στις 20 Μαΐου 1802 , τελέσθηκαν τα εγκαίνια του Ι. Ν. του Αγίου Νικολάου με μία πανηγυρική λειτουργία στην οποία φυσικά, χοροστάτησε, μέσα σε μεγάλη συγκίνηση ο επίσκοπος Ιερόθεος. Έκτοτε οι Αλμυριώτες γιόρταζαν πανηγυρικά κάθε χρόνο την ημέρα αυτή, τιμώντας την μνήμη της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Νικολάου. Μάλιστα τα 100 χρόνια από την ανέγερση του ναού τα γιόρτασαν με μεγάλη λαμπρότητα, καθιερώνοντας και τους αθλητικούς αγώνες «ΤΑ ΚΡΟΚΙΑ», με την πρωτοβουλία και διοργάνωση από τη Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού ΟΘΡΥΣ.
Η πλήρης αποπεράτωση του ναού άργησε πολύ εξ αιτίας της δεινής οικονομικής καταστάσεως στην οποία εξακολουθούσε να βρίσκεται ο Αλμυρός, ιδίως μετά το κτίσιμο του ναού που εξαγρίωσε τους φανατικούς τούρκους και η συμπεριφορά τους απέναντι στους «γκιαούρηδες» έγινε ακόμη πιο σκληρή. Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να ευπρεπισθεί αρκετά ο ναός. Ακόμη και 100 χρόνια μετά ο εσωτερικός διάκοσμος του ναού ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Η οικονομική κατάσταση ήταν τόσο δύσκολη ώστε για πολλά χρόνια μετά τα εγκαίνια του ναού (ακόμη και μέχρι το 1829) οι Αλμυριώτες ήταν ακόμη χρεωμένοι στον προηγούμενο επίσκοπό τους, τον Ιερόθεο, αν και είχαν καταφέρει να εξοφλήσουν ένα μικρό μέρος του χρέους τους από 2.042 γρόσια.
Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, ο ναός του Αγίου Νικολάου ήταν ο Μητροπολιτικός ναός και πολιούχος της πόλεως του Αλμυρού μέχρι και τις αρχές του 1915.
Όμως ο Μητροπολίτης Λαρίσης και Πλαταμώνος, με την υπ' αριθ. 1851 της 10ης Απριλίου 1915 αποφάσεως, μετά από πιέσεις εκ μέρους των αρχόντων της πόλεως, όρισε διαφορετικά. Οι επίσημες δοξολογίες να τελούνται έξι μήνες στον Άγιο Δημήτριο, από την 1η Οκτωβρίου έως τέλος Μαρτίου, δηλαδή τον χειμώνα, και για τους άλλους έξι μήνες, το καλοκαίρι, από την 1η Απριλίου έως τέλος Σεπτεμβρίου, στον Άγιο Νικόλαο. Προβάλλοντας ως λόγο την μεγάλη απόσταση του Αγίου Νικολάου από το κέντρο, ενώ ο ναός του Αγίου Δημητρίου βρισκόταν στο κέντρο του Αλμυρού.
Και αυτό ίσχυσε ώς το 1921, οπότε ο πρόεδρος της κοινότητος όρισε οι επίσημες δοξολογίες να τελούνται για ολόκληρο το χρόνο στον Άγιο Δημήτριο. Στην ουσία δηλαδή ορίζεται πλέον ο Άγιος Δημήτριος πολιούχος και Μητρόπολη του Αλμυρού.
Αυτό αναστάτωσε πολλούς κατοίκους του Αλμυρού, οι οποίοι αγαπούσαν και ένιωθαν ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον Άγιο Νικόλαο, τον οποίο με τόσες θυσίες είχαν οικοδομήσει. Έτσι 86 νοικοκυραίοι συγκεντρώθηκαν και έστειλαν αίτηση προς τον Πρόεδρο και το Κοινοτικό Συμβούλιο με την οποία ζητούσαν να επανέλθουν στην προηγούμενη κατάσταση. Στην αίτηση ανέφεραν διαμαρτυρόμενοι πως αυτή ήταν αυθαίρετη απόφαση του Προέδρου που ακύρωνε έτσι την απόφαση της 10ης Απριλίου 1915 του Μητροπολίτου Λαρίσης και Πλαταμῶνος.
Η πλήρης επιστολή αναφέρει σχετικά:
"Αἴτησις τῶν κατοίκων τῆς πόλεως Ἁλμυροῦ περὶ ὁρισμοῦ ὡς μητροπολιτικοῦ ναοῦ πρὸς τέλεσιν ἐπισήμων τελετῶν / Δοξολογιῶν τοῦ ἀνέκαθεν τοιούτου Ἁγίου Νικολάου. Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 16 Μαρτίου 1921
Πρὸς τὸ Κοινοτικὸν Συμβούλιον Ἁλμυροῦ
(Διὰ τοῦ προέδρου αὐτῶν).
Οἱ ὑπογεγραμμένοι κάτοικοι τῆς πόλεως Ἁλμυροῦ λαμβάνομεν τὴν τιμὴν νὰ παρακαλέσωμεν ὑμᾶς ἵνα εὐαρεστούμενοι ὁρίσητε δι' ἀποφάσεώς σας ὡς μητροπολιτικὸν ναὸν πρὸς τέλεσιν τελετῶν -δοξολογιῶν τὸν ἀνέκαθεν τοιοῦτον Ἅγιον Νικόλαον ὡς ἀρχαιότερον ναόν, ὅστις θεωρεῖται ὡς πολιοῦχος Ἁλμυροῦ καὶ διότι ὀφείλει σύμπας ὁ Ἁλμυρὸς εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν ναὸν τοῦτον, διατηρήσαντα ἐκ τοῦ ταμείου του ἐπί Τουρκοκρατίας τὰ λειτουργοῦντα ἐν Ἁλμυρῷ σχολεῖα, Δημοτικά, Παρθεναγωγεῖα καὶ Ἑλληνικά, καὶ διότι ἐκ τοῦ ταμείου αὐτοῦ καὶ τῆς περιουσίας του έκτίσθη ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὡς καὶ κατὰ τὸ 1914, δι' ἀποφάσεώς σας ὡρίσατε τοῦτον, ἀλλ' ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης και Πλαταμῶνος, διὰ τῆς ὑπ' ἀριθ. 1851 τῆς 10 Ἀπριλίου 1915 ἀποφάσεως καὶ διά νά εὐχαριστήση μερικούς προύχοντας τοῦ τόπου μας, οἵτινες ἑνεκεν τῆς μακρινῆς ἀποστάσεως του ναοῦ Ἁγίου Νικολάου,, ὥρισαν ὅπως ἕξ μῆνας, ἀπὸ 1ης Ὀκτωβρίου μέχρι τέλους Μαρτίου, ἤτοι τὸν χειμῶνα, τελῶνται δοξολογίαι ἐν τῷ ἱερῷ ναῷ Ἁγίου Δημητρίου, καῖ ἔξ μῆνας, ἀπό 1ης Ἀπριλίου μέχρι τέλους 7βρίου ἑκάστου ἔτους, ἤτοι τὸ θέρος, τελῶνται ἐν τῷ ἱερῷ Ναῷ Ἁγίου Νικολάου .
Ὁ νῦν πρόεδρος, ὡς ἐπληροφορήθημεν, ὥρισεν δι' ὁλόκληρον τὸ ἔτος ὡς μητροπολιτικὸν ναὸν τὸν Ἅγιον Δημήτριον διὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν νῦν πρόεδρον τοῦ Έκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ ναοῦ τούτου, ἄνευ ἀποφάσεως τοῦ συμβουλίου του καὶ ἐγκρίσεως τῆς ἁρμοδίου ἀρχῆς.
Εύελπιστοῦντες ὅτι θέλει ληφθεῖ ὑπ' ὄψιν σας ἡ παροῦσα αἴτησίς μας, εὐχαριστοῦμεν ὑμᾶς ἐκ τῶν προτέρων.
Εὐπειθέστατοι οἱ αἰτοῦντες»
Προφανώς οι διαμαρτυρόμενοι κάτοικοι δεν εισακούσθηκαν και έκτοτε παραμένει η κατάσταση αυτή έως σήμερα.
Το σπουδαίο έργο και η προσφορά του αειμνήστου ποιμενάρχη Ιεροθέου δεν περιορίσθηκε στην ανοικοδόμηση του πρώτου χριστιανικού ναού στην πόλη του Αλμυρού.
Επέδειξε μεγάλη φροντίδα και ευεργέτησε με κάθε τρόπο τους δοκιμαζόμενους υπόδουλους χριστιανούς. Ανησυχούσε για την αγραμματοσύνη των παιδιών. Δεν φρόντισε μόνο για τους δούλους χριστιανούς και την διατήρηση της πίστεώς τους. Φρόντισε πατρικά και για την μόρφωση των παιδιών τους, επιθυμούσε τα παιδιά να μαθαίνουν, έστω και λίγα γράμματα, για να μην λησμονήσουν την μητρική τους γλώσσα. Διπλή ήταν η έγνοια του: ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός. Και τα υπηρέτησε επάξια και τα δύο. Για τον σκοπό αυτόν, ίδρυσε στον Αλμυρό Ελληνικό σχολείο το οποίο ο ίδιος συντηρούσε. Οι διδάσκαλοι μισθοδοτούνταν από αυτόν. Το ποίμνιό του αναγνώριζε το μέγεθος της προσφοράς του και διεκήρυσσαν με υπερηφάνεια πως: «Τοιούτος έπρεπεν ημίν αρχιερεύς».
Το 1960 ο δάσκαλος Χρήστος Αναγνώστου συνέγραψε σε φυλλάδιο το ιστορικό της ανεγέρσεως του Ναού μέσα σε 40 ημέρες, και αυτό το φυλλάδιο το αφιέρωσε «εις αιωνίαν μνήμην του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αλμυρού Ιεροθέου και των μετ΄ αυτού συνεργασθέντων ιδρυτών του ναού».
Μελανό σημείο στην ιστορία μας, την αφορώσα το πρόσωπο του Ιεροθέου, αποτελεί η στάση μερικών προς αυτόν, τον αναμφισβήτητο πρωτοστάτη της ανεγέρσεως του ναού, τον προστάτη της ελληνικής και χριστιανικής παιδείας, τον φλογερό ιεράρχη που τόσο ευεργέτησε το χριστιανικό του ποίμνιο. Προτού προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του, γεύθηκε την αχαριστία. Στον Πλάτανο, όπου διέμενε, μία αντιπολιτευομένη μερίδα αποτελούμενη από κοτζαμπάσηδες, τους προύχοντες του χωριού, συκοφάντησαν τον Ιερόθεο στον Βαλή Λαρίσης, τον τούρκο διοικητή. Τον κατηγόρησαν πως προετοίμαζε επαναστατικό κίνημα στην επαρχία Αλμυρού. Ο Βαλής διέταξε αμέσως τον έμπιστο σωματοφύλακά του, τον Σελιχτάρ-αγά, να σπεύσει άμεσα στον Αλμυρό και να τον συλλάβει.
Ο Σελιχτάρ νυχτώθηκε στο Βελεστίνο και αναγκάσθηκε να διανυκτερεύσει στο χάνι του χωριού. Εκεί εκμυστηρεύθηκε τον σκοπό του ταξιδιού του στον ξενοδόχο, έναν Έλληνα Ηπειρώτη. Μόλις ο ξενοδόχος έμαθε τον σκοπό της αποστολής του έστειλε αμέσως δικό του έμπιστο άνθρωπο μέσα στη νύχτα για να ειδοποιήσει τον Ιεράρχη.
Ο Ιερόθεος, κατάπληκτος για τις ανυπόστατες κατηγορίες εναντίον του, έφυγε βεβιασμένα μέσα στη νύχτα, έφθασε στο Τσιγκέλι όπου βρήκε κάποιο πλοιάριο και με αυτό πέρασε απέναντι στο Τρίκερι. Από εκεί διέφυγε προς την Εύβοια και έτσι σώθηκε. Άφησε όμως πίσω του τις τρείς αδελφές του πιστεύοντας πως δεν θα τολμούσαν οι Τούρκοι να πειράξουν τρείς ανυπεράσπιστες γυναίκες. Όμως το μένος των Τούρκων για τη διαφυγή του Ιεράρχου ήταν τόσο, που τιμώρησαν ακόμη και τις τρείς αδελφές του. Τις άρπαξαν οι Τούρκοι μέσα από το σπίτι του Ιεροθέου στον Πλάτανο, όπου ζούσαν μαζί του, και τις οδήγησαν αιχμάλωτες στο χαρέμι του Βελή πασά στο Τσιγγέλι.
Φεύγοντας ο Ιερόθεος, αγανακτισμένος με την αισχρή προδοσία, καταράσθηκε τους πρωταιτίους που συμμετείχαν σ’ αυτήν. Δεν ευτύχησε να δεί ολοκληρωμένο το έργο του στον τόπο που αγάπησε και βοήθησε πολύ, τον Αλμυρό, για τον οποίο δεν έπαψε να νοιάζεται ακόμη και όταν έφυγε κυνηγημένος.
Μετά την διακονία του στην Επισκοπή Λαμίας και Αλμυρού, τον Σεπτέμβριο του 1811 εξελέγη Μητροπολίτης Παροναξίας, από όπου παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1820. Τον Απρίλιο του 1821 εξελέγη Μητροπολίτης Νικαίας. Και στις δύο αυτές επισκοπές επετέλεσε θαυμαστό έργο.
Για τα πολλά του προτερήματα, την μόρφωσή του και την δράση του, στις 29 Οκτωβρίου του 1825 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας με τον πλήρη τίτλο: «Ιερόθεος, ελέω Θεού, Πάπας και Πατριάρχης της Αγιωτάτης Πόλεως Αλεξανδρείας και πάσης γης Αιγύπτου».
Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας έχει μια ιστορική πορεία στην Αίγυπτο και στην Αφρική, δύο χιλιάδων ετών. Ιδρυτής και πρώτος Επίσκοπος της Αλεξανδρινής Εκκλησίας θεωρείται, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος.
Εκεί διαδέχθηκε τον Πατριάρχη Θεόφιλο, ο οποίος είχε παυθεί πριν λίγες ημέρες από τα καθήκοντά του και αγανακτισμένος εστράφη κατά του Ιεροθέου. Έτσι – συν τοις άλλοις - έπρεπε να αντιμετωπίσει και την εχθρότητα του προκατόχου του.
Το πατριαρχικό του έργο υπήρξε τεράστιο, με σημαντική προσφορά προς το σύνολο της ελληνικής κοινότητος της Αιγύπτου. Όταν έφθασε στην Αλεξάνδρεια βρήκε και εκεί μια κατάσταση ζοφερή, μια εικόνα εξαθλίωσης των Ελλήνων χριστιανών. Ξεκίνησε αμέσως να γράφει επιστολές σε εύπορους Έλληνες και ξένους, και να ζητά τη συνδρομή τους, με σκοπό την ίδρυση Ελληνικής Σχολής στην Αίγυπτο. Κατάφερε τελικά να ιδρύσει με δικά του έξοδα, την Ελληνο-αραβική Σχολή Καΐρου το 1842, καθώς και την Αλεξάνδρεια Ελληνική Σχολή. Το ενδιαφέρον του για τις σχολές αυτές καταδεικνύεται και από τη διαθήκη του, σύμφωνα με την οποία άφηνε 25.000 γρόσια στη Σχολή του Καΐρου για την αγορά κτήματος, τα εισοδήματα του οποίου θα διαμοιράζονταν στους ιερείς του θρόνου, στους φτωχούς, και για την πληρωμή διδασκάλων.
Επίσης ανακαίνισε την Ιερά Μονή του Οσίου Σάββα Αλεξανδρείας, ανοικοδόμησε τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Καΐρου, για τον οποίο ο ίδιος ο τσάρος Νικόλαος Α΄ είχε κάνει σημαντική δωρεά, όπως και για την ανακαίνιση της μονής του Αγίου Νικολάου. Όλα αυτά βέβαια κατόπιν μεγάλων πιέσεων από τον Ιερόθεο. Ο Ιερόθεος Α΄ ευχαρίστησε τον τσάρο για τη δωρεά κι επιζήτησε την προσφορά νέας βοήθειας, αυτήν τη φορά για την ανακαίνιση των μοναστηριών του Βουκουρεστίου και του Ιασίου, που ανήκαν στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Ωστόσο, η Ρωσική Σύνοδος αρκέστηκε να του αποστείλει κάποια βιβλία και αντίτυπα της Ορθόδοξης Ομολογίας. Ο Ιερόθεος Α΄ ζήτησε εκ νέου οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία, αυτήν τη φορά για την ίδρυση Ελληνοαραβικής Σχολής, και πάλι, ωστόσο, χωρίς αποτέλεσμα.
Ίδρυσε ξενώνα φιλοξενίας απόρων, δαπανώντας για όλα αυτά περίπου 100.000 γρόσια. Τα χρήματα αυτά είχαν συγκεντρωθεί από Έλληνες και Ρώσους δωρητές. Εξαγόρασε και απελευθέρωσε πολλούς χριστιανούς αιχμαλώτους από τους Άραβες.
Κατά τους χρόνους εκείνους σημαντικό πρόβλημα για την Ορθόδοξη Εκκλησία Αλεξανδρείας αποτελούσε η δράση ουνιτών ιερέων στη Συρία. Παραπλανούσαν τους χριστιανούς φορώντας ράσα ορθοδόξων κληρικών. Ο Ιερόθεος κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία την ουνιτική προπαγάνδα επιτυγχάνοντας την έκδοση σουλτανικού διατάγματος το οποίο απαγόρευε στους ουνίτες μοναχούς να φορούν άμφια ορθοδόξων.
Αγωνίσθηκε για την ίδρυση ναού του Ευαγγελισμού – σε οικόπεδο που δώρισε ο Μιχαήλ Τοσίτσας στην Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας. Και εδώ ο Ιερόθεος προσέφερε το ποσόν των 14.000 τάλληρων καθώς και πολύ οικοδομικό υλικό.
Ζήτησε ακόμη, με μεγάλη επιμονή, πρόσθετη χρηματική βοήθεια από τη Ρωσία για τη συντήρηση του νοσοκομείου που λειτουργούσε στη μονή του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο. Μετά από πολλές δυσκολίες, απεστάλη τελικά οικονομική βοήθεια προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ωστόσο, ο Ιερόθεος Α΄ βρισκόταν ήδη προς το τέλος της ζωής του και δεν πρόλαβε να την αξιοποιήσει, όπως σκόπευε.
Και στην Αλεξάνδρεια, ως Πατριάρχης, δεν ελησμόνησε, δεν έπαψε να νοιάζεται για τον Αλμυρό. Διέθεσε ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που του διέθεσε η κοινότητα Αλεξανδρείας για την πληρωμή των δασκάλων Αλμυρού, που υπάγονταν στην επισκοπή Ζητουνίου. Εξακολουθούσε, με δικά του χρήματα, να συντηρεί το Σχολείο το οποίο αυτός είχε ιδρύσει. Γι’ αυτό έχουμε ως γραπτή μαρτυρία την δωρητήριο επιστολή του, τον Δεκέμβριο του 1829, προς τους επιτρόπους του ναού του Αγίου Νικολάου, στους οποίους γράφει:
«Τα μη εξοφληθέντα (δηλαδή τα δανεικά δικά του χρήματα για την ανέγερση του ναού) τα δωρίζει στο ναό του Αγ. Νικολάου, διατάξας διά της επιστολής αυτής τους επιτρόπους να αγορασθούν δι’ αυτών κτήματα εν Αλμυρώ, ίνα εκ των προσόδων του μισθοδοτούνται οι διδάσκαλοι του παρ’ αυτού συσταθέντος Σχολείου».
Με την επιστολή του εξουσιοδοτούσε δύο γαμπρούς του (από ανηψιές) που έμεναν στο Τρίκερι να φροντίσουν, μαζί με τους επιτρόπους του ναού, να εισπράξουν τα χρήματα που του χρωστούσαν οι Αλμυριώτες. Αυτά τα χρήματα δεν τα ήθελε για τον εαυτό του, άφηνε εντολή να αγορασθούν με αυτά κτήματα και υποστατικά, να τα ενοικιάζουν και με το ενοίκιο να πληρώνονται οι δάσκαλοι και μαθηταί του Αλμυρού. «Προς φωτισμόν της νεολαίας και προκοπήν, χωρίς να τολμήσει να ανακατωθεί ή να βάλει χέρι στην υπόθεση αυτή κανείς, ιερωμένος ή λαϊκός, μικρός ή μεγάλος, συγγενής ή φίλος….».
Στις 7 Νοεμβρίου 1835 συνέταξε διαθήκη στην οποία εκφράζει τη βούλησή του για το πώς να διανεμηθεί η περιουσία του μετά τον θάνατό του. Επίσης προσθέτει ότι συγχωρεί και ευλογεί όλους τους εν Χριστώ αδελφούς του ζητώντας αντιστοίχως και από αυτούς συγχώρεση. Όταν, μετά τον θάνατό του αναγνώσθηκε η διαθήκη του, η Κοινότητα του Πλατάνου πληροφορήθηκε πως ο Ιερόθεος συγχώρησε και ευλόγησε όλους τους Χριστιανούς, άρα συμπεριέλαβε και αυτούς. Οπότε ζήτησαν αντίγραφο της συγκεκριμένης προσθήκης το οποίο παρέδωσαν στον τότε επίσκοπο Δημητριάδος Γερμανό, ώστε να το αναγνώσει επιταφίως και έτσι να λήξει το επιτίμιο και να επέλθει η συγχώρεση για την πράξη της προδοσίας τους.
Ενδεικτικό της μεγάλης αγάπης του Ιεράρχη για τους τόπους στους οποίους διακόνησε είναι η φροντίδα του και για την γενέτειρά του, τον Κλεινοβό Τρικάλων. Στον Ναό Αγίας Παρασκευής Κλεινοβού σε εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας υπάρχει η επιγραφή: «Δέησις του δούλου του Θεού Ἱεροθέου ἐπισκόπου Ζητουνίου του εκ κώμης Κλινοβού ….. 1823 Μαρτίου 23». Επίσης στη βιβλιοθήκη της βυζαντινής Μονής Χρυσίνου (Παναγία του Χρυσίνου, σήμερα Παλιομανάστερο), υπήρχε ένα πλήθος από γράμματα του Ιεροθέου.
Ο Ιερόθεος Α΄ εκοιμήθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1845. Κατόπιν εντολής του Μωχάμετ Άλι, του αντιβασιλέως της Αιγύπτου, τάφηκε μεγαλοπρεπώς στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Κάιρο, με βασιλική πομπή. Η εικοσάχρονη Πατριαρχία του υπήρξε αναμφισβήτητα πολύ σημαντική για την Εκκλησία Αλεξανδρείας, λόγω της ιδιαίτερης φροντίδας κι επιμέλειας που επέδειξε στη διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Ως Πατριάρχης περιγράφεται από τους ιστορικούς ὡς «ἀνήρ γεραρός (μεγαλοπρεπής) καί ἀξιοσέβαστος, ἔμφρων (συνετός) καί διδακτικός και ἡ Πατριαρχεία του ἀποτελεῖ σταθμόν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας».
Η εκδήλωση τιμής της 19/5/2023 είναι ένα οφειλόμενο χρέος ολόκληρου του Αλμυρού, όχι μόνον της ενορίας του Αγίου Νικολάου Ο τόπος μας οφείλει τα μέγιστα στον ακάματο και ευσεβέστατο Ιεράρχη Ιερόθεο, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί ώς μεγάλος ευεργέτης του Αλμυρού. Μακάρι να βρεθούν μιμητές του σήμερα.
Αξίζουν συγχαρητήρια στους εμπνευστές της απόδοσης της οφειλομένης τιμής σ΄ αυτόν: Σε ολόκληρο το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του σημερινού περικαλλούς Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Αλμυρού: Στους σεβαστούς ιερείς Ευστάθιο Βαρβαρέλη και Βασίλειο Παναγιώτου, Στους ιεροψάλτες Ιωάννη Τσίποτα και Σταμούλη Ματζώρα, Στους επιτρόπους Σπύρο Μπάρδα, Δημήτριο Σπύρου, Γεώργιο Αυγουλά και Γεώργιο Κοντογεωργάκη, Και όλους όσοι μόχθησαν και συνέβαλαν στην πραγματοποίηση της σημαντικής τιμητικής εκδήλωσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΧΑΡ. ΧΡΗΣΤΟΣ, Ιστορικόν της ανεγέρσεως εν 40 ημέραις του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Αλμυρού, Αλμυρός 1960.
- ΑΧΑΙΟΦΘΙΩΤΙΚΑ Α΄, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, Αλμυρός
- ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΖΓΟΥΛΕΤΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ, Αλμυρός΅1881-1940, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος, τόμος ΧΙ, ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ, Αθήνα 2022.
- ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Ι. ΝΙΚΟΛΑΟΣ, Δύο Αλμυροί 1904
- Γιαννόπουλος Ι. ΝΙΚΟΛΑΟΣ, Φθιωτικά 1891
- ΔΕΛΤΙΟΝ της εν Αλμυρώ Φιλαρχαίου Εταιρείας της Όθρυος, τ. Δ΄ 1900-1901
- ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
- ΚΟΝΤΟΝΑΤΣΙΟΣ ΚΩΝ. ΒΙΚΤΩΡ, Το Χρονικό του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου Αλμυρού, Έκδοση Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Αγ. Νικολάου Αλμυρού, Αλμυρός 2005.
- ΠΕΤΡΟΝΩΤΗΣ π. π. ΑΡΓΥΡΗΣ, Η ανατολίζουσα τρίκλητη Βασιλική του Αγίου Νικολάου στον θεσσαλικό Αλμυρό, 1802 και οι μαστόροι της εποχής, ΑΧΑΙΟΦΘΙΩΤΙΚΑ Γ΄, Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, Αλμυρός
- ΣΠΑΝΟΣ Κ. ΒΑΣΙΛΗΣ, Η Διαθήκη του Πατριάρχη της Αλεξανδρείας Ιεροθέου του Κλινοβίτη, ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, τ.71ος, Λάρισα 2017.
- https://www.patriarchateofalexandria.com/
- https://www.i-m-paronaxias.gr/paronaxia/
Χρυσούλα Δ. Κοντογεωργάκη
Εκπαιδευτικός, ιστορική ερευνήτρια, συγγραφέας
Πρόεδρος της Φιλαρχαίου Εταιρεία Αλμυρού ΟΘΡΥΣ